ῥυπέλαιον

ῥυπέλαιον
ῥυπ-έλαιον, τό,
A foul, dirty oil, Paul.Aeg.7.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρυπέλαιον — τὸ, Μ. λάδι βρόμικο, ακάθαρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + ἔλαιον] …   Dictionary of Greek

  • ῥυπελαίου — ῥυπέλαιον foul neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”